- δυσκατάστατος
- δυσκατά-στᾰτος, ον,A hard to restore or rally, X.Cyr.5.3.43 ([comp] Comp.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυσκατάστατος — δυσκατάστατος, ον (Α) αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να αποκαταστήσει ή να καταπαύσει … Dictionary of Greek
δυσκατάστατος — hard to restore masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκαταστατώτερον — δυσκατάστατος hard to restore masc acc comp sg δυσκατάστατος hard to restore neut nom/voc/acc comp sg δυσκατάστατος hard to restore adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκατάστατον — δυσκατάστατος hard to restore masc/fem acc sg δυσκατάστατος hard to restore neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)